ἁρμάν

ἁρμάν
ἁρμά̱ν , ἁρμή
junction
fem acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄρμαν — ἄρμᾱν , ἄρμα that which one takes fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κατρεφάζ ντε Μπρεό, Zαv Λουί Αρμάν — (Jean LouisArmandQuatrefages deBréau, 1810 – 1892). Γάλλος φυσικός, γιατρός και ανθρωπολόγος. Αρχικά σπούδασε φιλολογία στο Στρασβούργο και αργότερα μαθηματικά. Το 1829 αναγορεύτηκε διδάκτορας των μαθηματικών. Σπούδασε επίσης ιατρική και το 1832… …   Dictionary of Greek

  • Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • Σαλακρού, Αρμάν — (Salacrou). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος (Ρουέν 1899). Αφού πήρε πτυχίο φιλοσοφίας (1921), ανάπτυξε αρκετά πολύμορφη δραστηριότητα ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος του θεάτρου. Το πρώτο θεατρικό έργο του είναι Ο Καυχησιάρης… …   Dictionary of Greek

  • Φιζό, Αρμάν Ιππολίτ Λουί — (Fizeau, Παρίσι 1819 – Βεντέιγ 1896). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μπόρεσε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στη μελέτη και στην έρευνα. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με τη μέτρηση της ταχύτητας του φωτός. Έκανε επίσης πειράματα για να μετρήσει …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • συνθετισμός — Ζωγραφική σχολή που πρωτοεμφανίστηκε στο Παρίσι το 1889 και πήρε το όνομά της από ένα άρθρο του τεχνοκρίτη Αλμπέρ Οριέ (Aurier), που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Οι ζωγράφοι που ανήκανε στη σχολή αυτή είχαν ως εντευκτήριό …   Dictionary of Greek

  • Αμπαντί, Αντουάν — (Antoine Abbadie, 1810 – 1897). Γάλλος εξερευνητής και φυσικός. Το 1835 ταξίδεψε στη Βραζιλία και το 1838 στην Αβησσυνία (σημερινή Αιθιοπία). Έγραψε τα βιβλία: Γεωδαισία Αιθιοπίας, Λεξικό της Αμχαρικής γλώσσας και Γεωγραφία της Αιθιοπίας.Ο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”